ορόβακχος

ορόβακχος
ὀρόβακχος, ὁ (Α) [ορόβαξ]
1. φρ. «ὀρόβακχοι σίδης»
α) καρπός τής ροδιάς, το ρόδι
β) δερμάτινα ασκιά
2. ως κύριο όν. Ὀρόβακχος
βλ. Ορίβακχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀρόβακχος — fruits masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροβάκχους — ὀρόβακχος fruits masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρόβακχοι — ὀρόβακχος fruits masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορίβακχος — Ὀρίβακχος και Ὀρόβακχος, ὁ (Α) προσωνυμία που αποδόθηκε στον Βάκχο επειδή οι οργιαστικές τελετές γίνονταν στα βουνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρι / ορο (βλ. λ. όρος [II]) + Βάκχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”